- στεγνότητα
- η / στεγνότης, -ητος, ΝΜΑ [στεγνός]νεοελλ.η ιδιότητα τού στεγνού, το να είναι στεγνό κάτιμσν.-αρχ.στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγέςαρχ.δυσκοιλιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεγνότητα — στεγνότης closeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… … Dictionary of Greek
αυχμός — αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α) 1. ξηρασία, ανομβρία 2. έλλειψη, απουσία 3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα 4. (για το ύφος) στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου χμ (πρβλ. νεοχμός), κατά… … Dictionary of Greek
αχυλία — η (Α ἀχυλία) [άχυλος] νεοελλ. η έλλειψη έκκρισης γαστρικού ή παγκρεατικού υγρού αρχ. στεγνότητα … Dictionary of Greek
αδροσία — αδροσία, η και αδροσιά, η στεγνότητα, ξηρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)